ατμήρης

ατμήρης
-ες
ατμήλατος, ατμοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -ήρης < αραρίσκω (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Λάτρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”